- θεημοσύνη
- θεημοσύνη, ἡ (Α) [θεήμων]1. θέαση, παρατήρηση2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεημοσύνην — θεημοσύνη contemplation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)